Σχετικά με τη Διαμεσολάβηση
Ορισμός της Διαμεσολάβησης
Η διαμεσολάβηση είναι μια διαρθρωμένη διαδικασία, ανεξαρτήτως ονομασίας, στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη μιας διαφοράς επιχειρούν εκουσίως να επιλύσουν με συμφωνία τη διαφορά αυτή, με τη βοήθεια Διαμεσολαβητή. Αποτελεί μια εναλλακτική μέθοδο επίλυσης διαφορών, προσφέροντας έναν αποτελεσματικό και οικονομικό τρόπο για την επίτευξη συμφωνιών.
Νομικό Πλαίσιο
Η Διαμεσολάβηση εντάχθηκε στην Ελληνική έννομη τάξη, σύμφωνα με το ν. 3898/2010 («Διαμεσολάβηση στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις»), με τον οποίο ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο η Οδηγία με αριθμό 2008/52/ΕΚ. Στη συνέχεια ο ανωτέρω νόμος αντικαταστάθηκε από τα άρθρα 178-206 του Ν.4512/2018ο οποίος τροποποιήθηκε από το Ν. 4640/2019 που αποτελεί και το ισχύον θεσμικό πλαίσιο για την λειτουργία του θεσμού της Διαμεσολάβησης. Αντικείμενο της σύμβασης είναι η αναβάθμιση των υφιστάμενων πληροφοριακών συστημάτων των Πιστοποιημένων Κέντρων Διαμεσολάβησης.”
Οφέλη και Στρατηγική
Η διαμεσολάβηση είναι μια εξωδικαστική διαδικασία επίλυσης διαφορών με τη βοήθεια ενός ουδέτερου τρίτου (διαμεσολαβητή). Είναι ιδιαίτερα χρήσιμη σε εμπορικές διαφορές, οικογενειακά ζητήματα, εργατικές σχέσεις και θέματα αστικών διαφορών. Τα βασικά της οφέλη περιλαμβάνουν:

Ταχύτητα
Είναι συνήθως πιο γρήγορη από μια δικαστική διαδικασία, καθώς αποφεύγονται οι χρονοβόρες δίκες.

Χαμηλότερο κόστος
Τα έξοδα είναι σημαντικά μικρότερα σε σύγκριση με μια δικαστική διαμάχη.

Ευελιξία & Εμπιστευτικότητα
Η διαδικασία προσαρμόζεται στις ανάγκες των μερών και δεν δημοσιοποιούνται οι λεπτομέρειες της διαφοράς.

Διατήρηση σχέσεων
Βοηθά στην αποφυγή εχθρότητας μεταξύ των εμπλεκομένων, διατηρώντας επαγγελματικές, επιχειρηματικές ή προσωπικές σχέσεις.

Αμοιβαία αποδεκτή λύση
Τα μέρη καταλήγουν σε μια συμφωνία που ικανοποιεί και τις δύο πλευρές, χωρίς να υπάρχει νικητής ή ηττημένος.

Νομική δεσμευτικότητα
Οι συμφωνίες που προκύπτουν από τη διαμεσολάβηση μπορούν να έχουν νομική ισχύ, διασφαλίζοντας την τήρησή τους.